- ὀφρυώδης
- ὀφρυώδηςprojectingmasc/fem acc pl (attic epic doric)ὀφρυώδηςprojectingmasc/fem nom/voc pl (doric aeolic)ὀφρυώδηςprojectingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οφρυώδης — ὀφρυώδης, ῶδες (Α) [οφρύς] 1. αυτός που έχει προεξοχές οι οποίες μοιάζουν με φρύδι («ὀφρυώδεις κοιλότητες», Γαλ.) 2. (κατ επέκτ.) υπερόπτης, αλαζόνας … Dictionary of Greek
ὀφρυώδη — ὀφρυώδης projecting neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὀφρυώδης projecting masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὀφρυώδης projecting masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφρυώδεις — ὀφρυώδης projecting masc/fem acc pl ὀφρυώδης projecting masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀφρυώδους — ὀφρυώδης projecting masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οφρύς — η (Α ὀφρῡς και ὀφρύς) 1. το έπαρμα που βρίσκεται πάνω από την οφθαλμική κόγχη μαζί με το τοξοειδές τριχωτό δέρμα που τό καλύπτει, το φρύδι 2. φρ. «οφρύς λόφου [ή όρους]» το χείλος γκρεμού, και, γενικά, το κράσπεδο οποιουδήποτε υψώματος νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek